Αστέρια

Η μικρή αυλή ήταν έτοιμη να δεχτεί την παρουσία και τον ελαφρό ήχο γυναικείων βημάτων εκείνο το πρωινό. Ήταν αρκετά νωρίς, αλλά όχι τόσο ώστε να δικαιολογήσει την απουσία κίνησης στη συνοικία. Πιο πιθανή αιτία ήταν μάλλον η πυρωμένη καλοκαιρινή ζέστη που ξεπρόβαλε μαζί με τον ήλιο, η οποία έμοιαζε με αυτήν των μεσημαριανών ωρών. Πράγματι, αν περνούσε κανείς από τη συνοικία αγνοώντας τον χρόνο της επίσκεψής του θα σκεφτόταν πως επρόκειτο για στιγμές μεσημεριού. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα τζιτζίκια, τα οποία είτε έχοντας μια ανώτερη αντοχή στον καύσωνα, είτε απλώς απολαμβάνοντάς τον, βρίσκουν πως αυτές οι ώρες οι ζεστές είναι οι ωραιότερες για συζήτηση.

Τα γυναικεία βήματα ήρθαν ξυπόλυτα, και ο ήχος τους ακούστηκε ανάμεσα στα ξεραμένα χόρτα, παρά τις προσπάθειες του κοντινότερου τζίτζικα να τον καλύψει. Πέρασε από το άνοιγμα του μικρού πετρόκτιστου φράχτη, διέσχισε τον παραμελημένο κήπο με τις ζαρωμένες ντοματιές και κάθισε στο σκαμνί δίπλα από την παλιά ελιά. Έγειρε το κεφάλι της στον αρχαίο κορμό και προσπάθησε να βολέψει τα μάτια της ώστε οι χαμηλότερες φυλλωσιές να κρύψουν όσο περισσότερο τον πρωινό ήλιο.

Μόλις είχε γυρίσει φαίνεται από το κοντινό ρυάκι, γιατί τα μακριά της μαύρα μαλλιά ήταν βρεγμένα κι έσταζαν. Το νερό έπεφτε αργά σχηματίζοντας στον αέρα μεγάλες κρυστάλλινες σταγόνες οι οποίες χρειάζονταν μια αιωνιότητα για να φτάσουν το διψασμένο χώμα γύρω από το δέντρο. Άλλες σταγόνες έτρεχαν πάνω στο μάγουλο, κατέβαιναν στον λαιμό και μετά η καθεμία ακολουθούσε τον δικό της δρόμο. Μια από τους ώμους στα χέρια, άλλη ανάμεσα από τα στήθη και άλλες, αδύναμες, που εξατμίζονταν πριν προλάβουν να εξερευνήσουν την ομορφιά της νέας. Αν θυμάται κανείς, ήταν σαν τη γλυκιά εκείνη σκηνή από τη «Μαλένα»· και, όντως, ποιος δε θα ήθελε να ξαπλώσει εκεί και να γευτεί, έστω δυο τρεις…

Εκεί έμεινε, και η ζέστη έκανε τον χρόνο να φαίνεται αιώνιος, μέχρι να ανοίξει τρίζοντας η παλιά ξύλινη πόρτα του σπιτιού.

Ο άντρας χαμογέλασε ελαφρά, τεντώθηκε και κάθισε στο πέτρινο κατώφλι της πόρτας γέρνοντας το κεφάλι του στις παραστάδες. Δεν έκλεισε τα μάτια του όμως παρά βάλθηκε να κοιτάζει τη γυναίκα του, θαυμάζοντας τις ομορφιές της. Αγαπούσε κάθε της πτυχή, κάθε καμπύλη, κάθε μυστηριακή αναπνοή που έβγαινε ελαφρά σαν αεράκι ανεβοκατεβάζοντας το στήθος.

«Γεια σου Γόμερ» ψιθύρισε, χωρίς να ξέρει αν απευθυνόταν σε αυτήν ή αν μονολογούσε.

Η Γόμερ μισοάνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε.

«Κάνει ζέστη» είπε αυτή.

«Ναι, κάνει».

«Και πήγα στο ρυάκι να δροσιστώ».

«Ξέρω. Μάλλον κι εγώ θα πάω».

Σταμάτησαν να μιλάνε και συνέχισαν να απολαμβάνουν τη ρέμβη της πρωινής ζέστης. Κάποια στιγμή δυο-τρία σπουργίτια προσπάθησαν να συναγωνιστούν τους τζίτζικες. Γλυκιές τρίλιες αναμιγνύονταν με τις μεταλλικές παρεμβάσεις και για λίγη ώρα φαινόταν σαν η φύση να ερχόταν σε αρμονία με τον εαυτό της και κανείς δεν ήθελε να προδώσει πια τον άλλο. Η φυγή είχε γίνει εχθρός εκεί, γύρω από την αρχαία ελιά.

Ο Ωσηέ σηκώθηκε νωχελικά από το κατώφλι και περπάτησε προς τη γυναίκα του. Σταμάτησε πλάι της και άρχισε να απομακρύνει μικρά φύλλα και κομμάτια από τον κορμό της ελιάς που έπεσαν και κόλλησαν πάνω στο υγρό κεφάλι της. Έπειτα της φίλησε τα μαλλιά.

«Το βράδυ πήγα να δω τα αστέρια», είπε η νέα. «Γι’ αυτό δεν ήρθα».

Ο Ωσηέ δε μίλησε. Είχε στηρίξει τώρα το σαγόνι του πάνω στο κεφάλι της και κοίταζε γύρω αόριστα. Ο βραχίονάς του είχε περάσει ελαφρά λίγο πάνω από το στέρνο της γυναίκας, αγκαλιάζοντάς την. Τα τζιτζίκια είχαν για κάποιον λόγο σταματήσει. Επικρατούσε ησυχία.

«Πες μου την επόμενη φορά» έσπασε τη σιωπή ο Ωσηέ.

«Για ποιο πράμα;» ρώτησε διστακτικά η Γόμερ.

«Όταν θα πας να δεις τα αστέρια. Πες μου. Θέλω κι εγώ να έρθω. Οι δυο μας και τα αστέρια. Μου ακούγεται ωραίο…»

Ξανά σιωπή. Σίγουρα, κάποιες τέτοιες στιγμές η φύση αφουγκράζεται τα πάρε-δώσε των ανθρώπων. Προσπαθεί να βγάλει μιαν άκρη από την πολυπλοκότητα των προβλημάτων τους.

Το χέρι του Ωσηέ ένιωσε ένα τρέμουλο στο σώμα της γυναίκας του. Τα δάκρυά της άρχισαν να κυλάνε πάνω στον γερό του βραχίονα. Η Γόμερ γύρισε το κεφάλι της προς το στήθος του άντρα της και άφησε τον εαυτό της στην αγκαλιά του ξεσπώντας, ελεύθερη πια, στα κλάματα που είχε κρατήσει μέσα της τόσον καιρό.

«Τι περίεργη ώρα είναι αυτή για να κλαίει κανείς;» σκέφτηκαν οι τζίτζικες, τα δυο-τρία σπουργίτια και η ιτιά. «Γιατί να περνά κανείς έτσι ένα ηλιόλουστο ανέμελο πρωινό;» Και κάθισαν εκεί, ακούγοντας με αίνιγμα την όμορφη κοπέλα να λέει ξανά και ξανά: «Συγγνώμη… Αλήθεια σου λέω, συγγνώμη…»

 

 

Ο Συρμός

Μπήκαμε σιγά σιγά στον άδειο συρμό. Άδειος, γιατί ήταν η αφετηρία. Κανείς δεν κάθισε στις θέσεις, παρόλο που ήταν καθαρές αυτή τη φορά, σχεδόν γυαλισμένες. Περιμέναμε όλοι μήπως μπουν μέσα λίγο πιο αργοπορημένοι κάποιοι μιας πιο απομακρυσμένης ηλικίας, πιο παλιοί, τα σώματα των οποίων χρειάζονταν λίγο χώρο να ακουμπήσουν. Ακόμα και αυτοί που ήταν από περασμένες εποχές, 70 χρονών ή ακόμα και 80, στέκονταν όρθιοι. Ίσως σκέφτονταν πως -δεν μπορεί- όλο και κάποιος πιο ηλικιωμένος θα έρθει. Κάποιος πιο κουρασμένος.

Ο συρμός ξεκίνησε χωρίς να εμφανιστούν άνθρωποι για τα καθίσματα. Εμείς όμως συνεχίσαμε να είμαστε όρθιοι. Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να μπει κάποιος πολύ γέρος. Λογικό είναι εξάλλου. Ήρθε όμως η επόμενη στάση, και η επόμενη, χωρίς να βρεθεί υποψήφιος. Η γυναίκα που νυχθημερόν απαγγέλλει ονόματα σταθμών στο μεγάφωνο, κρατώντας μας συντροφιά, κουράστηκε πια το ρητό της και σώπασε. Οι επόμενες στάσεις έφθασαν βουβές, σαν από άλλο παραμύθι. Και όπως όλα τα παραμύθια, κάθε μια τους ήταν μια έξοδος προς έναν άλλο κόσμο, σε μέρη όπου μπορείς να ζήσεις. Άλλη στάση είχε περιβόλια ατέλειωτα, με δέντρα που στα κλαδιά τους είχαν ανθοδέσμες, δεμένες με σπάγκο τρίχινο. Μια άλλη ήταν πάνω στα βουνά, σε μια χιονοντυμένη χαράδρα, η οποία σε καλούσε με φωνή κρυστάλλινη να τη γευτείς. Λίγο πιο πέρα είδαμε ένα ακρωτήρι, με έναν φάρο γαλάζιο σαν τη θάλασσα και τον ουρανό ενωμένους μαζί, θαρρείς σαν να θέλει να μη φαίνεται, ώστε να μπερδεύει τους ναυτικούς και να διαλύονται στα σκληρά βράχια γύρω του (χρόνια αργότερα έμαθα πως ούτε φως είχε στην κορυφή και πως όντως καλούσε πλοία πάνω του, σα λάγνα σειρήνα που ορέγεται νέους ναύτες). Κι άλλα πολλά είδαμε. Μέρη να τρομάζεις, να παθιάζεσαι, να ζεις.

Εμείς όμως τα προσπεράσαμε όλα αυτά. Ακόμη, παρατήρησα πως όλοι ήμασταν στραμμένοι ευθεία μπροστά. Νέοι και γέροι, περιμένοντας πού θα μας βγάλει ο ονειρικός συρμός. Οι κλεφτές ματιές στους περίεργους σταθμούς, μας κινούσαν προς στιγμήν την προσοχή αλλά κανείς δεν βγήκε να χιμήξει στα δελεαστικά τοπία. Μας κρατούσε μέσα η προσδοκία του σκοπού, της ουτοπίας που περιμένει -έτσι λένε- μετά το τέλος της ιστορίας.

Δε θα πιστέψεις, επίσης, πως ακόμα, μετά από τόση ώρα, κανείς μας δεν κάθισε να ξεκουραστεί. Σαν η ματιά μας προς τα εμπρός να μας έκανε να ξεχάσουμε πως μπορείς, άμα θες, άμα σου κάνει κέφι, να καθίσεις λίγο, να γείρεις το κεφάλι σου στον διπλανό. Κανείς όμως. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι. Όλοι συνεχίσαμε να κοιτάμε μπροστά. Έτσι κι αλλιώς εξακολουθούσαμε να περιμένουμε τον μυθολογικό αυτόν ηλικιωμένο, τον πιο γέρο απ’ όλους μας που θα πρέπει να καθίσει οπωσδήποτε. Και τόσο θέλαν όλοι να τον διευκολύνουν που κανείς δεν κάθισε πουθενά έτσι ώστε αυτό το μυθικό πια πρόσωπο να έχει την άνεση να επιλέξει: «Δε θέλω εδώ, δε μου αρέσει. Εδώ δεν έχω παράθυρο. Α, να εδώ ωραία είναι.»

Ο συρμός συνέχιζε, άλλοτε αργά και άλλοτε πιο γρήγορα. Μετά από λίγο σταμάτησαν οι στάσεις και προχωρούσαμε σαν σε έναν κάμπο περίεργο. Δεν θα τον περιγράψω. Ας μείνει μυστήριο.

Ο κάμπος όμως έγινε ένα μικρό φαράγγι, ή μια σχισμή αν θέλεις σε έναν βράχο. Και σιγά σιγά, ο συρμός μας οδήγησε στις πρώτες εικόνες μιας παραλίας. Από τα πλαϊνά παράθυρα μπορούσαμε να δούμε μόνο την άμμο, χρυσή, ζεστή και σαγηνευτική -αιθέρια. Οι ρόδες τσίριξαν λίγο πάνω στις γραμμές και ύστερα σταμάτησαν. Προς στιγμήν δεν κάναμε τίποτα, περιμένοντας πως θα μας μιλήσει η κοπέλα που ανακοινώνει τις στάσεις. Αλλά γρήγορα θυμηθήκαμε πως μας είχε ξεχάσει, ή πως την ξεχάσαμε εμείς, ή πως τελοσπάντων είτε αυτή βαρέθηκε να μας μιλάει ή εμείς να την ακούμε. Μια από τις κοπέλες λίγο πιο μπροστά ανέλαβε τον ρόλο: «Φθάσαμε» είπε σιγανά. Κοιτάξαμε γύρω μας τους συνοδοιπόρους σε αυτό το πολύχρονο ταξίδι. Είδαμε πως όλοι είμαστε νέοι τώρα. Ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι είχαν ανθίσει, ενώ οι ήδη νέοι κατάλαβαν τη δύναμή τους.

Βγήκαμε αργά έξω. Χωρίς βιασύνη. Η παραλία δεν ήταν άλλη μια στάση αλλά το τέλος. Δε θα έφευγε, ούτε θα έκλεινε τις πόρτες της. Κάποιοι ξανακοιτάξαμε μέσα στο βαγόνι μήπως ξεχάσαμε τίποτα. Αντιληφθήκαμε, περιχαρείς, πως είχαμε ξεχάσει πολλά και τα αφήσαμε εκεί να μαραζώνουν, καθώς χαμόγελα άρχισαν σιγά σιγά να διαγράφονται στα πρόσωπά μας. Το αν η άγνοια είναι τελικά ευτυχία δε θα το μάθουμε ποτέ.

Η θάλασσα ήταν πανέμορφη, αρχαία. Σου ψυθίριζε πως «υπάρχω από πάντοτε, από τότε που Πνεύμα έπνεε πάνω μου. Από τότε που εσύ δε με θυμάσαι.»

Βγάλαμε όλοι τα ρούχα μας. Όλα, ακόμα κι αυτά που ξεχάσαμε κάπου πίσω… ούτε που θυμόμασταν πού. Και όλοι ήμασταν υπέροχοι και όμορφοι. Τα γυμνά μας κορμιά, λαμπυρίζοντας μπροστά στον αιώνιο ήλιο, δεν ήθελαν αφορμή να εκδηλώσουν το κάλλος τους, ένα κάλλος το οποίο δεν απαιτούσε βελτίωση. Κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας. Από πάνω έως κάτω, σταματώντας πού και πού στα σημεία που άλλοτε ήταν κρυφά, όπως τα στήθη, το τρίχωμα ανάμεσα στα πόδια, ή σε μέρη που για τον καθένα ήταν ξεχωριστά. Η ελιά στην κοιλιά της Ανθούσας. Η γκρατζουνιά στον μηρό του Ηλία. Οι αυλακώσεις στην πλάτη της Αυγής.

Αρχίσαμε όλοι να μπαίνουμε στο νερό και η δροσιά του μας γέμισε και μας χόρτασε χαρά. Μείναμε μέσα μέχρι το βράδυ και δεν σταματήσαμε να παίζουμε και να κολυμπούμε. Ήταν ο έρωτας αθώος εκείνες τις στιγμές και η ομορφιά περίσσευε, θα έλεγες τόσο, που μπορούσες να απλώσεις τα χέρια σου να τη μαζέψεις και να τη δώσεις στον υπόλοιπο κόσμο, τον καμένο. Να ξαναγειάνει. Αλλά εκεί, στην παραλία, το μόνο καμένο ήταν κάποιων τα σκούρα δέρματα, που είχανε συνάψει συμφωνία με τον ήλιο να τους μεταμορφώνει κάθε καλοκαίρι σε ανθρώπους δικούς του, παιδιά του θέρους. Άλλοι πάλι ήταν κάτασπροι, κορίτσια σαν πριγκίπισσες από τα παραμύθια τα παλιά, όπου ο βασιλιάς δε δεχότανε να τις αγγίξει της μέρας το πυρωμένο χάδι. Κι αυτό τη χάρη του έχει. Ιδίως αν ο Θεός τις προίκισε με κατακόκκινα μαλλιά σαν φλόγες. Αλλά ο καθένας άλλα μπορεί να πει εδώ.

Η νύχτα άρχισε να απλώνει τη δροσερή της παρουσία μετατρέποντας την άμμο από χρυσή σε ασημένια. Φροντίσαμε όλοι να μαζέψουμε κάποια ξύλα που υπήρχαν εκεί γύρω και να χτίσουμε μια φωτιά, μεγάλη, τόσο που οι σπίθες της μπερδεύονταν με τα άστρα, και το φεγγάρι δεν ήξερε ποια είναι τελικά τα αδέλφια του και ποια όχι.

Χορέψαμε γύρω από τη φωτιά σαν εκείνους τους αρχαίους που σε αυτήν έβλεπαν καθετί το θεϊκό και μυστηριώδες. Είπαμε τραγούδια διάφορα και κοιμηθήκαμε. Ήσυχα ο καθένας και η καθεμιά κλείσαμε τα μάτια μας και είδαμε όνειρα για μια παραλία με νερό καταγάλανο και νέους πανέμορφους και ολόγυμνους να χαίρονται ο ένας το κάλλος του άλλου. Ο κάθε νέος αγκαλιά με μια νέα, μαζί τυλιγμένοι σε έναν απροσδιόριστο έρωτα.

Το πρωί ήρθε όμορφο και γλυκό. Ο ήλιος ανέτειλε γαλήνιος καλώντας μας να ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε την παράσταση που έπαιζε πάνω στα θαλασσινά νερά. Σηκωθήκαμε όλοι και είπαμε τις καλημέρες μας, όπως κάνουν όλοι σε μια γειτονιά. Αλλά εμείς δεν είχαμε δουλειές να πάμε και υποχρεώσεις. Πετάξαμε λοιπόν λίγη άμμο πάνω στα κάρβουνα και πήγαμε για ένα τελευταίο πλατσούρισμα στη θάλασσα.

Έπειτα, ντυθήκαμε και μπήκαμε μέσα στο βαγόνι που μας περίμενε. Τινάξαμε φυσικά τα πόδια μας από την άμμο, όπως πρέπει άλλωστε, γιατί αλλιώς θα φωνάζει η ασφάλεια.

«Αγαπητοί επιβάτες, παρακαλείστε να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα. Ευχαριστώ»

Μας ευχαρίστησε λοιπόν ετούτη η ευγενέστατη κοπέλα και φύγαμε.

H Μουσική των Αγγέλων

Η αφήγηση της γέννησης του Χριστού, όπως αυτή μας περιγράφεται στο 2ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Λουκά και στα πρώτα δυο κεφάλαια του Ματθαίου, περιέχει αρκετές όμορφες αντιφάσεις οι οποίες όταν παραμένουν στον χώρο του παράδοξου και της διαλεκτικής, δίχως να επιλύονται από λογικούς όρους, αναδεικνύουν την άγρια ομορφιά τους. Ο υπέρτατος Θεός του σύμπαντος ως μωρό σε μια φάτνη μεταξύ ζώων, οι βοσκοί από τη μια και οι μάγοι από την άλλη ως οι πρώτοι προσκυνητές του βρέφους και η γενικότερη βουκολική αίσθηση της σκηνής σε αντίθεση με το γεγονός ότι γεννιέται ένας βασιλιάς και συνάμα θεός (συμβάν το οποίο σε άλλες θρησκείες συμπεριελάμβανε συγκρούσεις κοσμικών διαστάσεων), πλάθουν μια ιδιαίτερα περίεργη ιστορία, έναν «μύθο» ο οποίος χάρη στον επαναστατικό του παραλογισμό, δεν έχει να ζηλέψει κάτι από παλαιότερές του μυθολογικές εξιστορήσεις. Το βουκολικό στοιχείο της γέννησης και η εικόνα της υπαίθρου, έρχονται επίσης να μας συνταράξουν ξανά σήμερα, όπου τα Χριστούγεννα αποτελούν πλέον στον δυτικό κόσμο μια ξεκάθαρα αστική γιορτή, με τη δική της χαρακτηριστική μουσική και τραγούδια τα οποία μιλούν μεν για αγάπη αλλά στο τέλος της ημέρας οι στίχοι καταλήγουν στον άνετο χώρο του σαλονιού και στο τζάκι, ενώ η μόνη έξοδος από τον περίκλειστο χώρο φαίνεται να είναι στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της πόλης όπου, πάλι υπό τον ήχο της μουσικής, ο σημερινός άνθρωπος «ασκεί» την παρούσα εκδοχή των Χριστουγέννων. Τέλος, μια αυθαίρετη παρατήρηση θα ήταν πως ενώ σήμερα τα Χριστούγεννα παρουσιάζουν μια επιβολή στη φύση με το κόψιμο και φτιασίδωμα του δέντρου, στην αφήγηση της γέννησης η φύση προσωποποιείται τρόπον τινά με τα ζώα γύρω από τη φάτνη και η ίδια της επιβάλλεται στον χώρο από τη μια ψυχραίνοντας την ατμόσφαιρα την οποία από την άλλη καλούνται τα ζώα να ζεστάνουν (η εικόνα βέβαια των ζώων που ζεσταίνουν τον Χριστό είναι κειμήλιο της παράδοσης και δεν βρίσκεται στα Ευαγγέλια).

Η αντίφαση όμως την οποία θα ήθελα να θίξω σε αυτό το άρθρο έχει να κάνει με τη μουσική της βραδιάς εκείνης της γέννησης. Πρόσφατα παρευρέθηκα σε μια χριστουγεννιάτικη εκδήλωση σε τοπική εκκλησία όπου έπειτα από ορισμένους όμορφους ύμνους, ένας εκ των συντονιστών της βραδιάς αναφέρθηκε στο περιστατικό της παρουσίας των αγγέλων ενώπιον των βοσκών (Λουκ 2:8-14). Η αφήγηση μας δηλώνει τα εξής: Τη νύχτα της γέννησης ορισμένοι βοσκοί φύλαγαν με βάρδιες τα πρόβατά τους. Ξαφνικά ένας άγγελος παρουσιάστηκε αναγγέλοντάς τους τη γέννηση του Χριστού, του απογόνου του Δαυίδ. Εξίσου ξαφνικά ένα (απροσδιόριστο) πλήθος αγγέλων εμφανίστηκε, το οποίο έψελνε δοξάζοντας τον Θεό.

Πρόκειται για έναν μικρό αριθμό στίχων τους οποίους παρόλο που πάντοτε γνώριζα καλά, ποτέ δεν εκτέθηκα στην σχεδόν σκοτεινή παραδοξότητα της αφήγησής των.

Η σκηνή είναι όπως είπαμε και προηγουμένως βουκολική. Οι βοσκοί βρίσκονται στην ύπαιθρο μαζί με τα κοπάδια τους και αν υπολογίσουμε το γεγονός πως η φύλαξη γινόταν με βάρδιες, επρόκειτο για ένα ήσυχο ηχοτοπίο, πιθανότατα διασπαζόμενο από περιστασιακά βελάσματα. Η απλότητα της σκηνής είναι σχεδόν εκκωφαντική. Προφανώς, το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε κανείς σε μια τέτοια κατάσταση θα ήταν η ανακοίνωση της γέννησης του Υιού του Θεού από ένα πλήθος αγγέλων. Πόσο μάλλον να παρουσιαστούν οι απεσταλμένοι ενός θεού μπροστά σε απλούς βοσκούς, καθιστώντας τους έτσι τους πρώτους πέραν του θείου ζεύγους οι οποίοι μαθαίνουν για τη γέννηση. Ας στραφούμε όμως στους στίχους 13 και 14. Οι βοσκοί εδώ γίνονται μάρτυρες μιας θείας μουσικής, εκτελεσμένης από ουράνια όντα, τα οποία ακόμα και στον εξωπραγματικό κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης σπάνια συναντά κανείς, πόσο μάλλον τα ακούει να τραγουδούν. Όσο άσχημες κι αν είναι οι συνιστώσες του όρου και όσο ελιτισμό και αν αποπνέει, δεν μπορούμε παρά να χαρακτηρίσουμε την μουσική που άκουσαν οι βοσκοί ως, ξεκάθαρα Υψηλή Τέχνη, από το γεγονός και μόνο πως, ανεξάρτητα από το αν το έχουμε ακούσει ή όχι, αποτελεί μια θεία εκτέλεση, μεταφυσική και απόκοσμη.

Η έννοια της υψηλής τέχνης ή υψηλής μουσικής (ή κατ’ άλλους σοβαρής μουσικής), η οποία γενικότερα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή κλασική μουσική, επιφέρει ορισμένα προφανή προβλήματα. Ειδικά σε μια εποχή που αυτοαποκαλείται μετανεωτερική, είναι σχεδόν αυτονόητο πως δεν μπορεί μια μουσική να υπερέχει μιας άλλης αξιακά, ή να τίθεται σε κάποιο υψηλότερο βάθρο πολιτισμικά. Ως έναν βαθμό αλλά όχι εξολοκλήρου, συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Ωστόσο πέραν του απλού παράγοντα “γούστο”, το οποίο δεν καταφέρνει παρά να φέρνει συζητήσεις και επιχειρηματολογίες σε ένα απροσπέραστο τέλμα εδώ και δεκαετίες, υπάρχουν και τρόποι να ασκήσει κανείς κριτική απέναντι σε ένα είδος μουσικής. Οι κοινωνικές προεκτάσεις μιας μουσικής βιομηχανίας, όπως για παράδειγμα της αμερικανικής ποπ, οφείλουν να εξετάζονται και να κατατάσσονται πολιτισμικά είτε λόγου χάριν σε χαμηλή βαθμίδα λόγω των τυχόν εκφυλισμένων σεξουαλικών τους υπονοουμένων, είτε υψηλά λόγω της συμβολής τους σε μια πιθανόν νέα σεξουαλική απελευθέρωση. Αυτό όμως αφορά το περιεχόμενο των στίχων. Η ίδια η μουσική, ως ήχος, είναι όντως δύσκολο να δεχθεί σαφείς αξιολογήσεις όσον αφορά τις κοινωνικές της προεκτάσεις ή την αξία του εκάστοτε είδους ως μουσική per se. Μια ιδέα ωστόσο μιας τέτοιας κριτικής μπορούμε να εντοπίσουμε στις ιδέες της Σχολής της Φρανκφούρτης η οποία σε κείμενά της τα οποία καταφέρονται ενάντια στη μαζική κουλτούρα (ο πολιτισμός δηλαδή που δημιουργήθηκε με τη μαζικοποίηση των μέσων επικοινωνίας και επομένως της διασκέδασης,τέχνης κτλ) και συγκεκριμένα στη μουσική της (κυρίως στην τζαζ) παραθέτοντας τόσο κοινωνικές και πολιτικές όσο και μουσικολογικές εξηγήσεις αναφορικά με το γιατί η νέα μαζική μουσική εκφυλίζει τον μοντέρνο άνθρωπο και είναι επομένως αξιακά κατώτερη.

Ο Τέοντορ Αντόρνο, φιλόσοφος και συνθέτης, και από τα ιδρυτικά μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης, στο κείμενό του «On Popular Music,» επιχειρεί να παρουσιάσει με μουσικούς όρους τα προβλήματα της μαζικής μουσικής έναντι της “σοβαρής” όπως την αποκαλεί μουσικής. Πρόκειται για μια περίπλοκη ανάλυση η οποία σε άλλα κείμενά του να υπονοεί και τις ανάλογες κοινωνικές προεκτάσεις της μαζικής κουλτούρας. Για παράδειγμα, ο ρυθμικός χαρακτήρας της σύγχρονης μουσικής αποτελεί παράγωγο μιας εκμηχανισμένης κοινωνίας η οποία προωθεί ακόμη περισσότερο τον εκμηχανισμό της καθώς η πρόσληψη της μαζικής μουσικής γίνεται με έναν αυτόματο, μη σκεπτόμενο, τρόπο σε αντίθεση με την πρόσληψη της «σοβαρής» μουσικής.

Προφανώς οι θέσεις αυτές δέχθηκαν την ανάλογη κριτική. Εξάλλου είδαμε πως η μαζική κουλτούρα ορισμένες φορές δημιούργησε ορισμένα νησιά αναρχικότητας μέσα στο εκμηχανισμένο όπως το θεωρεί ο Αντόρνο κατεστημένο, όπως λόγου χάριν η υπαρξιστική επαναστατικότητα της punk rock. Πολλοί κριτικοί τον κατηγόρησαν για ελιτισμό και ο ελιτισμός είναι μια έννοια που ακολουθεί την κλασική μουσική μέσα στη διάρκεια του 20ού αιώνα υπονοώντας πως είναι ένα είδος μουσικής της υψηλής κοινωνίας. Η κλασική μουσική έχει μεν τις κοινωνικές αυτές εκφάνσεις της οι οποίες παραπέμπουν σε ένα ανώτερο είδος μουσικής. Φυσικά όμως είχε και τις λαϊκές της στιγμές, για παράδειγμα σε εκκλησίες όπως αυτή του Αγίου Θωμά στη Λειψία όπου δούλευε ο Μπαχ. Ανεξάρτητα πάντως από το αν ο Αντόρνο έχει δίκιο σε αυτά που λέει ή όχι, θα ήθελα να κρατήσουμε την έννοια της ύπαρξης ενός είδους μουσικής που είναι αξιακά, πολιτισμικά και κοινωνικά ανώτερο από άλλες μορφές, για τα οφέλη αυτής της συζήτησης.

Όπως είδαμε, ακόμα και αν θεωρήσουμε λανθασμένες τις ενδομουσικές παρατηρήσεις του Αντόρνο, ή οποιουδήποτε άλλου, σε κοινωνικό επίπεδο η κλασική μουσική έχει το χαρακτηριστικό του υψηλού. Υπάρχει ένα είδος, μπακαλίστικης έστω, διαβάθμισης.

Ας πάρουμε τώρα ως αξίωμα το γεγονός πως η ψαλμωδία των αγγέλων ενώπιον των βοσκών αποτελεί είδος μουσικής υψηλότερο από την κλασική. Καθώς εξέρχεται από το πνευματικό και το μεταφυσικό, από τους απεσταλμένους του Θεού, οι οποίοι όμως διατηρούν την υλικότητα του ήχου, ένα τέτοιο αξίωμα δεν ακούγεται παράλογο. Οι βοσκοί επομένως λαμβάνουν μέρος σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε υψηλή τέχνη, τον πολιτισμό των διανοουμένων, της ελίτ, αλλά με ακόμη περισσότερες δόσεις ελιτισμού καθώς επρόκειτο για ένα έργο που έρχεται από τα ουράνια. Πιθανότατα μάλιστα η εικόνα αγγέλων να υμνούν να θύμιζε στον αναγνώστη της εποχής, τους ρωμαϊκούς θριάμβους των αυτοκρατόρων, οι οποίοι γίνονταν μετά θριαμβευτικής μουσικής, ενώπιον του ρωμαϊκού λαού και των ανάλογων αρχόντων και επισήμων.

Η αφήγηση όμως του Λουκά δεν υπολογίζει άρχοντες και διανοούμενους ή καλλιτέχνες ως τους σωστούς αποδέκτες του θείου διαγγέλματος. Αντίθετα το μουσικό θαύμα αναλώνεται και διαλύεται μπροστά στα αφτιά βοσκών. Η βουκολικότητα της σκηνής συνδιαπλέκεται με την τέχνη, δημιουργώντας ένα επαναστατικό μείγμα. Η μουσική και οι ύμνοι, τους οποίους ποτέ δεν ακούσαμε εμείς και τους οποίους ποτέ δεν θα ακούσουμε καθώς οι άγγελοι εμφανίστηκαν σε ένα κοινό το οποίο αδυνατούσε να ανασκευάσει (έστω και αν θεωρήσουμε πως η θεία μουσική ανασκευάζεται), έμεινε έτσι στον μύθο και στην παραλογική του ομορφιά. Θυμίζει σε μικρότερο βαθμό τον παραλογισμό του σταυρού όπου ο Χριστός ξοδεύτηκε για τον άνθρωπο. Έτσι κι εδώ, η αφήγηση θέλει τον Θεό να σπαταλά τον θρίαμβο των αγγέλων του και την μαγική τους τέχνη σε βοσκούς. Η σκέψη πως πλήθη αγγέλων δίνουν μια και μοναδική, παρθενική, παράσταση μπροστά σε βοσκούς οφείλει να μας σοκάρει. Να μας βάζει σε σκέψεις ως προς τις γλυκές αντινομίες της Γραφής, οι οποίες προσδίδουν αυτό που πολλές φορές λείπει από τις χριστουγεννιάτικες συζητήσεις μας. Μια άγρια, επαναστατική ομορφιά.

Ο Τόλκιν, στο μεγαλειώδες έργο του «Σιλμαρίλλιον» παρουσιάζει τη δημιουργία του κόσμου ως μια σειρά από μουσικά σχήματα τα οποία δημιουργούν οι Βάλαρ, τα όντα που βρίσκονται αμέσως κάτω από τον Έρου, τον Θεό. Έχοντας μάθει την τέχνη της μουσικής, αυτοί οι τρόπον τινά ημίθεοι ή άγγελοι, παρουσιάζουν στον Δημιουργό τους τις μουσικές τους δημιουργίες μη γνωρίζοντας πως ενώ ψέλνουν και τραγουδούν δημιουργείται κάτι έξω από τη νόησή τους, κάτι το υλικό. Η σαγηνευτική εικόνα ενός κόσμου ο οποίος δημιουργείται με τη μουσική μας θυμίζει εν ολίγοις την αφήγηση της γέννησης. Ο θρίαμβος των αγγέλων εγκαινιάζει μια νέα εποχή στην οποία δεν είναι ακροατής μόνο ο Θεός αλλά και ο άνθρωπος στην ταπεινή μορφή του βοσκού. Εγκαινιάζει μια εποχή δόξας του Θεού, ειρήνης της γης και αγάπης και σωτηρίας για τους ανθρώπους.

Pokemon-Go, Τα γεωγραφικά μας τέρατα

Ήρθε απ’ ό,τι φαίνεται ο καιρός να μιλήσουμε για γεωγραφικά τέρατα. Να γεμίσει ξανά η ύπαιθρος, η πόλη και ο γενικότερος χώρος από τις μεταφυσικές οντότητες τις οποίες κάποτε εξοστρακίσαμε από τον κατανοούμενο μονάχα ορθολογικά κόσμο, θεωρώντας τις δημιουργήματα της δεισιδαιμονίας του ανθρώπου. Οι νοσταλγικές φράσεις στο οπισθόφυλλο του έργου “Παραδόσεις” του Νικολάου Πολίτη (Εκδόσεις Γράμματα) φαίνεται πως επιτέλους εκπληρώνονται:

Κάποτε όλοι γνώριζαν ότι ο κόσμος δεν είναι καθόλου απλός. Με ναυλωμένο αμάξι κατάφταναν οι αρρώστιες για να ξεκληρίσουν ολόκληρες συνοικίες, οι άγιοι των εκκλησιών έχαναν με το παραμικρό την ψυχραιμία τους, νεράιδες κυκλοφορούσαν στις γειτονιές και τέρατα στους έρημους βάλτους., οι απελπισμένοι και οι αχάριστοι μαρμάρωναν, και ο καθένας ήξερε πώς να ξορκίσει τα στοιχειά των θησαυρών, τους καλικαντζάρους και τους βρικόλακες. Κάποτε, αυτός ο τόπος μπορούσε να ονειρεύεται. [Παραδόσεις]

Πράγματι, εκ πρώτης όψεως η νοσταλγία αυτή δείχνει να βρίσκει την τελείωσή της στην εποχή μας. Το νέο βιντεοπαιχνίδι Pokemon-Go, το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, επαναφέρει επί της ουσίας τον κόσμο των νεραϊδών στις γειτονιές, των ψυχών στις εκκλησίες και των τεράτων στους βάλτους. Φυσικά, κατορθώνει αυτή την αναζωπύρωση όχι με μεταφυσική δύναμη, και επομένως δίχως τα δημιουργήματά της να είναι όντως μεταφυσικά με την μαγική ή θρησκευτική έννοια του όρου. Ο αναγνώστης λοιπόν, αν από τα παραπάνω θορυβήθηκε περί νέου κινήματος υπερβατισμού, δεν χρειάζεται να ανησυχεί. Τα τέρατα και οι νεράιδες στην προκειμένη περίπτωση είναι παντελώς ψηφιακά, ποιήματα της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου του ανθρώπου.

Θα έπρεπε όμως θεωρώ να θορυβείται για κάτι πολιτισμικό και επομένως βαθύτερο.

Οφείλω μια σύντομη περιγραφή των χαρακτηριστικών του παιχνιδιού. Η θεματική του, όπως μαρτυράται και από τον τίτλο, είναι το ιδιαίτερα γνωστό franchise “Pokemon” (πρόκειται για μια σύμπτυξη των λέξεων pocket και monster), με το οποίο οι νέοι των δεκαετιών του ’90 και ’00 γνωρίστηκαν μέσω διαφόρων μέσων όπως κινουμένων σχεδίων, βιντεοπαιχνιδιών (κατά κύριο λόγο στην κονσόλα GameBoy) και συλλεκτικών καρτών. Ο κόσμος των Pokemon είναι ένας κόσμος ο οποίος κατακλύζεται όχι από το δικό μας ζωικό βασίλειο, αλλά από ένα άλλο, αυτό των τεράτων Pokemon, τα οποία καλείται ο εκάστοτε “εκπαιδευτής” να πιάσει και να συλλέξει προσπαθώντας εν τέλει να έχει στην κατοχή του τουλάχιστον ένα από το κάθε είδος.

Το Pokemon-Go, πιο συγκεκριμένα, αποτελεί μια εφαρμογή την οποία μπορεί να κατεβάσει ο καθένας σε μια απλή συσκευή smartphone. Μέσω GPS το παιχνίδι συνδέεται με πραγματικούς χάρτες και ο εκπαιδευτής μπορεί να αρχίσει ένα κυνηγητό τεράτων pokemon εντός της πραγματικής γεωγραφίας του κόσμου. Βγαίνοντας έξω στον δρόμο, ο χρήστης ειδοποιείται για τυχόν pokemon που βρίσκονται στην περιοχή. Κάποια από αυτά μπορούν να βρεθούν μόνο σε εκκλησίες, άλλα σε πιο πολυπληθή μέρη και άλλα σε πιο κλειστούς ή ακόμα και υπόγειους χώρους, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους. Για τα δε πιο σπάνια pokemon πιθανότατα να χρειαστεί να καταφύγει σε πιο απομακρυσμένες περιοχές.

Φυσικά όλα αυτά τα πλάσματα βρίσκονται εκεί μόνο ψηφιακά, στα ηλεκτρονικά δεδομένα του παιχνιδιού. Από την άλλη όμως είναι ταυτόχρονα και εντός του πραγματικού κόσμου, καθώς σε αντίθεση με παλαιότερα παιχνίδια Pokemon, τα οποία διαδραματίζονταν σε φανταστικούς κόσμους (Kanto, Johto κ.ά.), αυτό διαδραματίζεται στον δικό μας, στη δική μας γεωγραφία και στους δικούς μας χάρτες. Μπορεί στο διπλανό πάρκο, πίσω από το δέντρο να παραμονεύει κάποιο pokemon. Κάποια άλλα κολυμπούν αυτή τη στιγμή στην κοντινότερη παραλία. Εδώ είναι που πρέπει να ξεκινήσουμε την κριτική μας.

Ας επανέλθουμε για λίγο στο έργο του Νικολάου Πολίτη. Πράγματι, ο κόσμος που περιγράφεται σε αυτό, είναι ένας κόσμος δεισιδαιμονιών, ευφάνταστων και τρομακτικών υπάρξεων και καταστάσεων που παρουσιάζουν έναν χώρο πολύ διαφορετικό από τον “απαλλαγμένο” από το υπερπέραν σύγχρονο κόσμο. Η σημερινή εποχή αποτελεί προϊόν ενός διαφωτισμού, ο οποίος στο όνομα του ορθού λόγου επέλεξε να καταστρέψει εξ ολοκλήρου τέτοιες μεταφυσικές πεποιθήσεις. Να απομαγικοποιήσει το χώρο και τον κόσμο. Το μεγάλο κενό που δημιουργήθηκε από αυτή την άμετρη και ισοπεδωτική απόρριψη του έξω, έπρεπε γρήγορα με κάποιον τρόπο να καλυφθεί. Έτσι, καταλαβαίνουμε γιατί επινοήθηκαν αφηρημένες έννοιες όπως “για τον Σαντ […] ο πόθος, για τον Νίτσε η δύναμη, για τον Αρτώ η υλικότητα της σκέψης, για τον Μπατάιγ η παράβαση: η καθαρή εμπειρία του έξω – και η πλέον απογυμνωμένη” [Φουκώ “Ο στοχασμός του έξω”]. Το μεγαλύτερο όμως γέμισμα του κενού αυτού αποτέλεσε ο ίδιος ο ορθολογισμός. Γεμίζοντας όμως το κενό της μεταφυσικής μεταφέρθηκε και ο ίδιος στα πεδία του μεταφυσικού.

Το κορυφαίο έργο των Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο “Διαλεκτική του Διαφωτισμού”, πραγματεύεται μεταξύ άλλων αυτήν ακριβώς την σκέψη. Πως ο διαφωτισμός, διαλύοντας βίαια τον κόσμο του ανιμισμού απομαγικοποιώντας έτσι το σύμπαν, ανάχθηκε ουσιαστικά ο ίδιος σε μεταφυσική:

Ήδη, ο μύθος είναι διαφωτισμός, και ο διαφωτισμός ξαναγίνεται μυθολογία. [Διαλεκτική του Διαφωτισμού 26]

Στόχος του διαφωτισμού υπό την ευρύτατη έννοια της προοδεύουσας σκέψης ήταν ανέκαθεν να απαλλάξει τους ανθρώπους από το φόβο και να τους εγκαταστήσει ως κυρίους. Όμως η πλήρως πεφωτισμένη γη αστράφτει στον αστερισμό της θριαμβευτικής συμφοράς. Πρόγραμμα του διαφωτισμού ήταν η απομαγικοποίηση του κόσμου. Ήθελε να διαλύσει τους μύθους και να ανατρέψει τη φαντασίωση μέσω της γνώσης. [ΔτΔ 29]

Το γεγονός ότι ο υγειονολογικά καθαρός χώρος του εργοστασίου και τα συναφή, Φόλκσβάγκεν και παλαί ντε σπορ, εξοντώνουν στην αμβλύνοιά τους τη μεταφυσική θα μας άφηνε ακόμη αδιάφορους, ότι αυτά όμως μέσα στο κοινωνικό όλον γίνονται τα ίδια μεταφυσική, μεταβάλλονται σε ιδεολογικό παραπέτασμα, πίσω από το οποίο συγκεντρώνεται η πραγματική συμφορά, αυτό δεν είναι διάφορο. [ΔτΔ 25]

Ο διαφωτισμός επομένως όχι μόνο δεν κατάφερε να επιφέρει έναν πλήρως ορθολογικό κόσμο, κάτι το οποίο αν υποθέσουμε πως είναι εφικτό, ακούγεται σαν μια φρικτή δυστοπία, αλλά αντίθετα επαναφέρει τη μεταφυσική στο πρόσωπό του, ισχυριζόμενος πως την έχει εξολοκλήρου καταστρέψει. Η δική του όμως μεταφυσική είναι στυγνή, βάρβαρη και προφανώς παράδοξη: Αρκετά σκληρή για να θρυμματίσει μύθους είναι μόνον η σκέψη που ασκεί βία στον εαυτό της. [ΔτΔ 31] Καθώς, όπως θριαμβευτικά δηλώνει ο όρος, προσπάθησε να διαφωτίσει τον κόσμο επιβάλλοντας τη μαθηματική του λογική σε κάθε γωνιά της οικουμένης, η εκτυφλωτική του λάμψη εξοστράκισε τον μύθο και στην προκειμένη περίπτωση τα τέρατα στους βάλτους και τις νεράιδες στις εκκλησίες. Ο θρόνος του μύθου και του μεταφυσικού έμεινε έτσι άδειος, με μόνο προφανή διάδοχο τον ορθολογισμό.

Η δική μας εποχή και ο πολιτισμός αποτελούν προϊόν και προφανής συνέχεια του διαφωτισμού. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για το Pokemon-Go το οποίο έρχεται να γεμίσει τρόπον τινά ένα από τα κενά τα οποία δημιούργησε η άνευ όρων απομαγικοποίηση του κόσμου. Καθώς πλέον είναι αδύνατον να εντοπίσουμε πνεύματα στο δάσος και φαντάσματα γιατί πολύ απλά αυτά δεν υπάρχουν, αναγκαστήκαμε να τα επινοήσουμε εμείς οι ίδιοι. Έτσι, όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, η σύγχρονη τεχνολογία ξαναμετατράπηκε σε μεταφυσική. Πήρε τη μορφή φανταστικών υπάρξεων και τεράτων και ξεχύθηκε στους λόφους, στα δάση, σε κάθε γωνιά της πόλης. Η διαφορά εδώ με τα συνήθη παιχνίδια είναι σημαντική. Τα πλάσματα αυτά καταλαμβάνουν θέσεις και χώρο στον πραγματικό κόσμο αντί για θέσεις σε έναν εξ ολοκλήρου ψηφιακό. Συγχρόνως όμως δεν υπάρχουν. Εκστασιασμένος ο άνθρωπος με αυτό που δημιούργησε, τρέχει τώρα στον πραγματικό κόσμο να πιάσει αυτό που υπάρχει εκεί, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει, γνωρίζοντας το όλο παράδοξο. Μοιάζει με το σκυλί που κυνηγάει την ουρά του.

Είναι μάλλον παράλογο να πούμε πως το Pokemon-Go αποτελεί λύση στο βασικό πρόβλημα της απομαγικοποίησης. Προτείνει φυσικά μια προς στιγμήν αποδεκτή διέξοδο από έναν ασφυκτικό ορθολογισμό. Ωστόσο αντί να μας δίνει μια αληθινή μεταφυσική μας προσφέρει μια κάλπικη, ψηφιακή και μηχανική. Αυτό που εν τέλει πρέπει ένα τέτοιο προϊόν να μας προκαλεί είναι συναισθήματα ανησυχίας και προβληματισμού για την κουλτούρα και τον πολιτισμό που παράγουμε. Φαίνεται πως δεν μας ενδιαφέρει αν οι μεταφυσικές μας απαιτήσεις τείνουν να λύνονται από την τεχνολογία. Αντίθετα, επιθυμούμε κάτι τέτοιο.

Θα ήθελα να σημειώσω πως δεν έγραψα αυτό το άρθρο για να παρακινήσω τυχόν παίκτες του Pokemon-Go να εγκαταλείψουν το παιχνίδι. Αμφιβάλω εξάλλου αν κάποιος θα το βάλει στην άκρη για χάρη της κουλτούρας ή της ιδεολογίας. Ωστόσο πιστεύω πως τα παραπάνω αποτελούν ίσως το κυριότερό του πρόβλημα. Όχι επειδή το Pokemon-Go αποτελεί το αποκορύφωμα της μεταφυσικής μετουσίωσης του ορθολογισμού, καθώς σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι τέτοιο. Είναι ωστόσο το πρώτο μεγάλων διαστάσεων παιχνίδι του είδους του (augmented reality), το οποίο παίζουν εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως, ενισχύοντας ακόμα λίγο με αυτόν τον τρόπο τα άσχημα παράδοξα που επέφερε ο διαφωτισμός.

Τέλος, παρόλο που όπως είπα θεωρώ τα παραπάνω ως το βασικό πρόβλημα του παιχνιδιού, παραθέτω επιγραμματικά ορισμένα ακόμη τα οποία νομίζω πως είναι σημαντικά:

  1. Το γεγονός πως ξαφνικά η γεωγραφία και ο χώρος απέκτησαν ξανά ενδιαφέρον φαντάζει από τη μια θετικό, από την άλλη ωστόσο φαίνεται πως έπρεπε η τεχνολογία να δράσει προκειμένου να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον. Τη στιγμή που για εκατομμύρια ανθρώπους αυτή τη στιγμή η γεωγραφία αποτελεί το πλαίσιο πάνω στο οποίο γεννιούνται ή γκρεμίζονται ελπίδες ζωής, το τεχνολογικό υποκείμενο τη θεωρεί κενή και βαρετή.
  2. Το παιχνίδι επιβάλλεται στο χώρο με μια εντελώς αφαιρετική εικόνα της γεωγραφία του. Το μόνο που έχει σημασία στην οθόνη του χρήστη είναι το πού θα βρει το επόμενο pokemon. Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες είναι περιττές.
  3. Παρόλο που αρχικά φαίνεται να είχε κάποιες προφανείς προοπτικές για μια νέα ψυχογεωγραφική θέαση της πόλης, εντούτοις φαίνεται να μονοπωλεί τον “περίπατο” καθιστώντας τον μονοδιάστατο σε αντίθεση με τη φιλοσοφία της πρακτικής.

 

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτα στο imagodei.gr, με τον τίτλο «Pokemon…Go? (Pt.I)

Νίτσε, Ουτοπία και Παράδεισος

Ο παράδεισος είναι ένας τέλειος τόπος, γεμάτος απόλαυση και χαρά. Η θέση αυτή μπορεί να φαίνεται αρκετά αυτονόητη. Ακόμα και αυτοί που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού και επομένως του παραδείσου ή οποιασδήποτε ουτοπικής κατάστασης, παραδέχονται πως αν όντως υπάρχει ένας τέτοιος τόπος, τότε σίγουρα θα είναι καλός και απολαύσιμος. Ένας τόπος δίχως δάκρυα και πόνο, όπως αναφέρει το βιβλίο της Αποκάλυψης στο 21ο κεφάλαιο, δεν μπορεί να είναι κακός τόπος.

Με την έξαρση ωστόσο των ουτοπικών θεωριών κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, και της εκκοσμίκευσης της ιδέας του τέλους των ημερών ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού,1 εκτός από το ενδιαφέρον και την θεωρητική και εν συνεχεία πρακτική προσπάθεια υλοποίησης της ουτοπίας, αναπτύχθηκε, μέσω λίγων φωνών και η κριτική της. Ο Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα (1821-1881), ανεξάρτητα από το αν πραγματικά ασπαζόταν τον Χριστιανισμό, παρουσιάζει στο μουντό μυθιστόρημά του «Το Υπόγειο», έναν πεσσιμιστή πρωταγωνιστή να διαλύει την ιδέα του παραδείσου λέγοντας: Με λίγα λόγια, ο κόσμος θα γίνει παράδεισος. Και ποιος μας εγγυάται […] ότι τότε δε θα πλήττουμε μέχρι θανάτου;2 Tην πιο γόνιμη έκφραση αυτής της κριτικής βρίσκει κανείς στις ιδέες του Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900), ο οποίος απεχθανόταν τόσο την «αδυναμία» του Χριστιανισμού, όσο και την ιδέα του τελικού του προορισμού, δηλαδή μιας χώρας όπου εφόσον εκεί δεν υπάρχουν τάξεις και ανθρώπινες εξουσίες, οι πολίτες της έχουν περιέλθει σε κατάσταση απάθειας.3 Μια ακόμα φιλοσοφική προσέγγιση, αν και πολύ πιο πρώιμη συναντά κανείς στο σύντομο κείμενο του Ιμμάνουελ Καντ «Ιδέα για μια Καθολική Ιστορία», όπου ο γνωστός φιλόσοφος υμνεί τις πτυχές της φύσης που προκαλούν στον άνθρωπο συναισθήματα ζήλιας και ανταγωνισμού. Για τον Καντ η ουτοπία ή δεν πρέπει να υπάρχει, ή πρέπει να διαρκεί κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ώστε να μην υποβιβάζονται κατά τη διάρκειά της οι πολίτες της σε απαθή όντα, όμοια με πρόβατα.4 Η κριτική αυτή μπορεί να εφαρμοστεί τόσο στην ιδέα του παραδείσου, όσο και σε ουτοπικές θεωρίες όπως αυτή της αταξικής κοινωνίας, όπου με την εξάλειψη των τάξεων χάνεται και ο λόγος για οποιονδήποτε κοινωνικό αγώνα.

Ο 20ός αιώνας αποτέλεσε το απόλυτο εργαστήριο των ουτοπικών θεωριών, η προσπάθεια υλοποίησης των οποίων οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στη σφαγή, διαλύοντας οποιαδήποτε ρομαντικότητα ενείχε αρχικά η ιδέα της ουτοπίας. Ο Ουίλιαμ Γκόλντινγκ στο βιβλίο του «O Άρχοντας των Μυγών» παρομοιάζει τις τραγικές αυτές προσπάθειες με γελοία παιδιαρίσματα, καταδικασμένα να αποτύχουν παρά το μεγάλο κόστος ή και λόγω αυτού.

Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ο πολιτικός θεωρητικός Φράνσις Φουκουγιάμα εξέφρασε την πεποίθηση πως η ιδεολογική μας ιστορία είχε τελειώσει και πως είχε έρθει η ώρα της εσαεί εγκαθίδρυσης μιας δημοκρατικής, φιλελεύθερης ουτοπίας.5 Για να αποδείξει την ισχύ της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προσπάθησε να δείξει πως η κριτική του Νίτσε αντί να καθιστά την νέα αυτή ουτοπία ανιαρή, αντιθέτως την ενισχύει. Η αποτυχία ωστόσο ακόμα και της «ισχυροτέρας των ουτοπιών» τα τελευταία χρόνια έχει επαναφέρει στο προσκήνιο τη δυσπιστία για ένα αιώνιο, καλό τέλος. Πρόσφατα, ο Βρετανικός Ουμανιστικός Σύνδεσμος (British Humanist Association) δημοσίευσε ένα βίντεο με τίτλο “What should we think about death?” το οποίο, μεταξύ των άλλων, επαναδιατυπώνει την ιδέα πως ο παράδεισος, εν τέλει, αποτελεί μια βαρετή επαναλαμβανόμενη κατάσταση.6

Σε αυτό το κείμενο θα παραθέσω κάποιες σκέψεις, προσπαθώντας να απαντήσω στην κριτική του Νίτσε, εστιάζοντας σε τρια βασικά σημεία: 1) Στον αναστοχασμό της ιδέας του παραδείσου με όρους θεωρίας της ιστορίας, 2) στην παραδοχή πως είναι αδύνατη μια κατά βάση εμπειρική διατύπωση του παραδείσιου χώρου, 3) σε μια τελική απόπειρα κατανόησης του παραδείσου, ως χώρο ριζοσπαστικά διαφορετικό από άλλες ουτοπίες.

1.

Η βιβλική αφήγηση, με όρους θεωρίας της ιστορίας παρουσιάζει μια αντεστραμμένη λογική: ο κόσμος είναι απαθής και επαναλαμβανόμενος, αλλά ο παράδεισος αιώνια ενδιαφέρων.

Ένας τρόπος να αναπτύξει κανείς ένα επιχείρημα ενάντια στην πεποίθηση ενός βαρετού παραδείσου είναι να την αντιμετωπίσει με όρους θεωρίας της ιστορίας. Εξυπηρετεί στην προκειμένη περίπτωση να αντιληφθούμε την ιστορία ως ένα πολύχρωμο μοτίβο στην ολότητά της: έναν χρονολογικό καμβά όπου η κάθε πράξη έχει διαφορετικό χρώμα και σχήμα δημιουργώντας ένα αενάως ενδιαφέρον οπτικό συνονθύλευμα. Με πιο κοινωνικούς όρους θα λέγαμε πως είναι μια αλλεπάλληλη σειρά αλλαγών, ασυνεχειών και απρόοπτων καταστάσεων τριβής μεταξύ κοινωνιών και πολιτισμών, καθώς και μια αφήγηση και επαναφήγηση αυτών των καταστάσεων. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές που προκαλεί το ενδιαφέρον του ιστορικού και τον παρακινεί να μελετήσει ιστορία. Η ουτοπική κατάσταση απεναντίας παρουσιάζει ελάχιστο ιστορικό ενδιαφέρον. Εξάλλου δεν λέγεται πια ιστορία. Για τον Γερμανό φιλόσοφο Φρίντριχ Χέγκελ, η ιστορία παράγεται από τον αγώνα για αναγνώριση μεταξύ των ανθρώπων. Αν σε κάποια πιθανή φάση της ιστορίας όλοι οι άνθρωποι αναγνωριστούν εξίσου από τους άλλους τότε παύει να υπάρχει η ιστορία. Έχουμε πλέον μεταβεί σε μια μετα-ιστορική κατάσταση.7 Αντίστοιχα, ο Καρλ Μαρξ θεώρησε πως η παραγωγή της ιστορίας προκύπτει από την πάλη των τάξεων. Αν κάποια στιγμή επιτελούνταν μια ταξική εξίσωση τότε πάλι η ιστορία θα έφτανε στο τέλος της. Σε οποιοδήποτε από αυτά τα σενάρια, το τέλος είναι το ίδιο. Περιερχόμαστε σε μια ουτοπική κατάσταση, άνευ ιστορικού ενδιαφέροντος, η οποία αν έχει όντως εξαλείψει οτιδήποτε παράγει την ιστορία τότε είναι αδύνατον να επανέλθει σ’ αυτήν. Όπως αναφέρει ο Αντώνης Λιάκος: ο χρόνος [σε μια ουτοπία] γίνεται περιστρεφόμενος ενιαυτός.8 Κανείς όμως δεν πρόκειται να έχει την όρεξη να μελετήσει έναν ατέλειωτα περιστρεφόμενο χρόνο. Αντί λοιπόν για το πολύχρωμο, γεμάτο ενδιαφέρον, μοτίβο που συναντάμε στην ιστορία, στο πρόσωπο της ουτοπίας ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια βαρετή, μονόχρωμη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης. Ο Χέγκελ μάλιστα παρομοιάζει την ειρήνη με λευκές σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας.9 Η εικόνα που αποδίδει μοιάζει συνάμα καθάρια, αλλά και, είτε το θέλει είτε όχι, ανιαρή.

Για να καταλάβουμε καλύτερα την παραπάνω παραδοχή ίσως θα μπορούσαμε να φέρουμε κατά νου τη διαδικασία ανάγνωσης ενός λογοτεχνικού έργου. Το ενδιαφέρον ενός βιβλίου έγκειται στο γεγονός ότι η πλοκή, όπως και η ίδια η λέξη υπονοεί, περιέχει μια τριβή μεταξύ προσώπων και καταστάσεων. Η τριβή αυτή έχει τη μορφή αγώνα, είτε μικρού είτε μεγάλου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί προς το τέλος του βιβλίου σε κάποια κορύφωση, η οποία ακολουθείται από την επίλυση της ιστορίας, λεγόμενη και ως κάθαρση. Μετά την κάθαρση η αφήγηση σταματάει. Σε αντίθεση με τις εκατοντάδες σελίδες που ο συγγραφέας αφιέρωσε στην εξιστόρηση των γεγονότων, η μετα-ιστορική κατάσταση όσων επρόκειτο να γίνουν μετά την κάθαρση συμπτύσσονται σε το πολύ μια δυο σελίδες επιλόγου, οι οποίες σε κλασικά παραμύθια συνοψίζονται πάντα στη φράση «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Ούτε ο συγγραφέας, αλλά ούτε και ο αναγνώστης ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το τι θα γίνει μετά, γιατί το μετά δεν αποτελείται από το αφηγηματικό ενδιαφέρον της πλοκής και του αγώνα.

Έχοντας δει τα παραπάνω επανερχόμαστε (χωρίς φυσικά να έχουμε απαντήσει) στη θέση από την οποία ξεκινήσαμε. Αν η μετα-ιστορική κατάσταση πρόκειται για μια, παρά τις αιώνιες ανέσεις της, άνευ ενδιαφέροντος ουτοπία τότε σίγουρα δεν είναι τέλεια. Είναι ενοχλητικό όμως ακόμα και η αφήγηση ενός ουράνιου τόπου τον οποίο προετοιμάζει ο Θεός του σύμπαντος να είναι κάτι λιγότερο από τέλεια. Η Γραφή προσφέρει ορισμένες ενδιαφέρουσες λύσεις στο ζήτημα οι οποίες μάλιστα μπορούν να επανερμηνεύσουν θετικότερα την εικόνα μας για τον Παράδεισο.

Στην προς Ρωμαίους επιστολή του, στο κεφάλαιο 8 και εδάφια 18-23, ο Απόστολος Παύλος περιγράφει την ιστορική πορεία, τόσο την ανθρώπινη όσο και τη φυσική, συλλήβδην.10 Πρόκειται όπως αναφέρει και ο John Stott, για μια περιγραφή των παθημάτων του σύμπαντος.11 Αυτόν τον κολοσσιαίο όγκο ιστορίας ο Παύλος συμπτύσσει σχεδόν ασφυκτικά σε μια «απλή» ιστορία πόνου και αγωνιώδους στεναγμού. Όσο σύντομο φαίνεται το «κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», άλλο τόσο άχρωμη φαίνεται να είναι και η χροιά την οποία αποδίδει ο Παύλος στην ιστορία. Αυτό που για τον εκάστοτε μελετητή -κι εδώ θα πρέπει να συμπεριλάβουμε (μιας και μιλάμε για μια συμπαντική ιστορία) τόσο τους ιστορικούς, όσο και τους φυσικούς, βιολόγους κ.ο.κ- επρόκειτο όπως είδαμε για μια πολύχρωμη εξιστόρηση αναπάντεχων γεγονότων και ανακαλύψεων, ο Παύλος υποβιβάζει, σχεδόν ξεμπερδεύοντας, σε μια άχρωμη, άνευ ενδιαφέροντος απόδοση της ιστορίας. Επρόκειτο για μια αντιστροφή των γενικότερων αφηγήσεων. Στο εδάφιο 18 του ίδιου κεφαλαίου αναφέρεται το εξής: Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς. Σε αντίθεση με την θέση από την οποία ξεκινήσαμε, όπου η θνητή μας ιστορία είναι σαφώς γλυκύτερη από αυτήν μιας αιώνιας ζωής, ο Παύλος εδώ σχεδόν «διακωμωδεί» τον παροντικό ιστορικό χρόνο και εξυψώνει τον ουράνιο. Ανεξάρτητα από το πώς εκλαμβάνουμε την παρούσα ζωή, ή το πόσο υποφέρουμε, η αφήγηση της χριστιανικής ουτοπίας μαρτυρά μια δυσανάλογα μεγαλύτερη απόλαυση σε σημείο να είναι ανώφελο να συγκριθούν οι δυο καταστάσεις.

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη μεταξύ των πολλών εσχατολογικών σημείων, συναντά κανείς στο κεφάλαιο 21 μια εικόνα αντικατάστασης της παλαιάς γης από μια καινούρια. Το πρώτο εδάφιο περιγράφει την αποχώρηση του παλιού ουρανού και της γης, τονίζοντας κυρίως την εξαφάνισης της θάλασσας: και η θάλασσα ουκ έστιν έτι. Η πιθανότατα αρνητική αυτή αναφορά στη θάλασσα γίνεται καθώς στον αρχαίο κόσμο αντιπροσώπευε δυνάμεις χάους.12 Ο συμβολισμός εδώ συμβάλει κάπως στο επιχείρημα. Η ιστορία ως χαοτική επαναλαμβανόμενη κατάσταση θα αποχωρήσει. Ο Massyngberde Ford, σημειώνει πως πέρα από συμβολισμό απώλειας του σκότους, μπορεί και να υπονοείται εδώ η σκηνή της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας.13 Η μετάβαση επομένως από έναν κόσμο σκλαβιάς, στη γη της Επαγγελίας είναι αυτή ακριβώς η μετάβαση από έναν αφηγηματικά αδιάφορο κόσμο μονότονης καταναγκαστικής εργασίας σε έναν κόσμο ελευθερίας, νέων ευκαιριών και οραματισμών.

Επιστρέφοντας στην ιστορική θεωρία και μεθοδολογία, ας προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε στο νου μας την εικόνα της ιστορίας ως πολύχρωμου, αναπάντεχου μοτίβου και της ουτοπίας ως άχρωμη, επαναλαμβανόμενη κατάσταση άνευ πάθους και δυναμικότητας όπως την κατηγόρησε ο Νίστε. Η βιβλική αφήγηση τόσο της ιστορίας όσο και του ουρανού μας παρουσιάζει μια αντεστραμμένη εικόνα. Στη Βίβλο, η ιστορία αποτελεί μια διαδικασία συνεχώς επαναλαμβανόμενου πόνου και χάους, ενώ η εικόνα του ουρανού μας παρουσιάζεται ως ένας ανεπανάληπτος χώρος ευτυχίας όπου δεν θα υπάρχουν πόνος και δάκρυα, όπου ο παλαιός φαύλος κύκλος έχει πια παρέλθει. Είναι επίσης δυνατόν να ελπίζουμε σε μια ενδιαφέρουσα και δημιουργική παραδείσια κατάσταση, μακριά από την απάθεια και την ανία. Ο N.T. Wright, στο βιβλίο του “Suprised by Hope”, αναφέρεται σε έναν παράδεισο όπου η εφευρετικότητα, το πάθος και ο αγώνας θα εξακολουθήσουν να υφίστανται καθώς είναι χαρακτηριστικά του Δημιουργού Θεού.14 Η πορεία, λοιπόν, της αντεστραμένης αφήγησης από τη χριστιανική οπτική μπορούμε να πούμε πως εν ολίγοις έχει ως εξής: ο Θεός βάζει τον άνθρωπο στον παράδεισο, βάζοντας έτσι σε κίνηση την ιστορία, το ενδιαφέρον δηλαδή κομμάτι της χρονικής πορείας. Ο πρωτόπλαστος όμως με την αμαρτία του θέτει σε παύση την ιστορία, εισάγοντας μια κατάσταση επαναληψιμότητας πόνου και κακουχίας. Η σταύρωση και ανάσταση του Χριστού βάζουν τα γρανάζια της ιστορίας πάλι σε κίνηση, η οποία θα επανέλθει πάλι σε πλήρη ταχύτητα με τη δεύτερή του έλευση και την εγκαθίδρυση της Αιώνιας Πόλης.

2.

Είναι αδύνατο να ορίσουμε την παραδείσια κατάσταση χωρίς τη θεία παρέμβαση ή αποκάλυψη.

Με το πρώτο επιχείρημα έγινε μια προσπάθεια απάντησης στην κριτική του παραδείσου με όρους θεωρίας της ιστορίας, με τους ίδιους δηλαδή όρους που η κριτική αυτή δομήθηκε. Αυτό που έγινε ουσιαστικά ήταν μια απλή αντιστροφή των όρων. Στο δεύτερο επιχείρημα το ζήτημα θα προσεγγιστεί από διαφορετική σκοπιά. Η ιδέα τώρα είναι η εξής: η παραδείσια κατάσταση θα είναι τόσο διαφορετική της τωρινής ζωής, που είναι αδύνατον να της ασκήσουμε κριτική, η οποία αναπόφευκτα αποτελεί προϊόν της δικής μας γήινης σκέψης (ειδικά αν δεν υπάρχει Θεός, εφόσον έτσι απορρίπτεται η αποκαλυπτική γνώση).

Το χωρίο το οποίο θα μας βοηθήσει εδώ βρίσκεται στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο κεφάλαιο 3 και εδάφια 12 και 13. Στο σημείο αυτό ο Χριστός μιλάει με τον Νικόδημο, έναν Φαρισαίο, ο οποίος αναζητάει πληροφορίες για τη σωτηρία. Στην αποστομωτική απάντηση του Ιησού περί αναγέννησης ο Νικόδημος προβληματίζεται δυο φορές, ζητώντας από τον Δάσκαλο περαιτέρω επεξηγήσεις. Αυτός του απαντάει και του λέει, πέραν των άλλων το εξής στο εδάφια 12 και 13: ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πώς εάν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε; και: ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου. Ο Χριστός είναι αρκετά σαφής. Αν το ζήτημα της αναγέννησης φαίνεται δύσκολο να συλληφθεί νοητικά, τότε οποιαδήποτε συζήτηση για επουράνια ζητήματα θα είναι ανώφελη. Η αποκλειστικότητα αυτής της γνώσης ανήκει στον Υιό του Ανθρώπου, ο οποίος δεν χρειάστηκε να ανέβει στον ουρανό για να την πάρει, αλλά ήρθε από εκεί στη γη.15

Βέβαια σε αυτό το σημείο ο Ιησούς δεν αναφέρεται άμεσα στην παραδείσια ζωή. Σύμφωνα με τον F.F. Bruce, η λέξη «επουράνια» αναφέρεται σε δυσνόητα σχήματα όπως για παράδειγμα η ενσάρκωση του Υιού του Θεού ή και η σχέση μεταξύ των δυο προσώπων.16 Για τον Kostenberg σημαίνει πιο βαθιές διδασκαλίες της βασιλείας των ουρανών.17 Τέλος ο Hendriksen πιστεύει κι αυτός πως το «επουράνια» δηλώνει το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων.18 Επρόκειτο λοιπόν για στοιχεία τα οποία, αν δεν μας γνωστοποιούνταν μέσω του Χριστού, ή μέσω κάποιας ειδικής αποκάλυψης, θα ήταν αδύνατο να συλληφθούν. Παρόλο, λοιπόν, που ο Χριστός όπως βλέπουμε δεν εννοεί εδώ τη ζωή στον Ουρανό, εντούτοις συμπεριλαμβάνεται εμμέσως και αυτή στην κατηγορία των «επουράνιων», καθώς η οποιαδήποτε γνώση της μπορεί να αποκτηθεί προφανώς μόνο μέσω θείας παρέμβασης και άρα όχι εμπειρικά. Μάλιστα οι αναφορές στην Καινή Διαθήκη που άπτονται άμεσα μιας περιγραφής της παραδείσιας ζωής είναι ελάχιστες, καθιστώντας τη γνώση μας για αυτήν εξαιρετικά φτωχή. Επομένως οποιαδήποτε δική μας αναφορά σε αυτόν είναι καταδικασμένη να έχει σοβαρές ατέλειες.

Η Νιτσεϊκή ανησυχία για την ουτοπία όντως επιφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στην ιδέα του παραδείσου. Η εικόνα όμως στην οποία επιτίθεται είναι αυτή μιας ευνουχισμένης χώρας λωτοφάγων, εξ ου και η ευκολία με την οποία ξεμπερδεύει με την «αρχιτεκτονική» της. Βέβαια, εδώ δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τις θεωρίες αυτές για επίθεση σε αχυράνθρωπο. Αντίθετα επιτίθενται σε μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη της ουτοπικότητας και μιας ουτοπικής ιδεολογίας που είχε εδραιωθεί στην Ευρώπη. Στη χριστιανική της εκδοχή, επρόκειτο για μια χώρα αιώνιας απόλαυσης, απάθειας και «χαλάρωσης». Για μια εικόνα δηλαδή, η οποία από τη μια φαντάζει υπέροχη, αλλά από την άλλη ενοχλεί ένα άλλο στοιχείο του εαυτού μας, αυτό που ο Πλάτωνας ονομάζει θυμοειδές, την επιθυμία μας δηλαδή για δημιουργία, πάθος, και αγώνα.19 Είδαμε όμως πιο πάνω πως τουλάχιστον όσον αφορά το Χριστιανισμό, η κατά κόσμον ιδέα του παραδείσου δεν είναι απαραίτητα και η ορθή.

Παρόλο πάντως που η ανθρώπινη εμπειρία δεν μπορεί να χαρτογραφήσει έστω και επαρκώς τον παραδείσιο τόπο, η Γραφή προσφέρει μια αρκετά κατανοητή αφήγηση της φιλοσοφίας του.

3.

Γιατί η ουτοπία που υποστηρίζει ο Χριστιανισμός δεν δίνει έμφαση στην ατομική απόλαυση αλλά στην απόλαυση του Άλλου και του Θεού.

Η ουτοπία, τέλος, που μας παραδίδεται στη Γραφή είναι ουσιωδώς διαφορετική έως και αντίθετη σε σχέση με τις άλλες ουτοπίες οι οποίες πέφτουν θύματα της κριτικής του Νίτσε. Είτε αναφερθούμε σε ουτοπίες αιώνιας απόλαυσης, είτε σε χώρες απόλυτης κοινωνικής και οικονομικής ισότητας, είτε σε τόπους λωτοφάγων όπου ισχύει το αγγλικό γνωμικό “ignorance is bliss20, ο παράδεισος προσφέρει μια εντελώς αλλιώτικη αφήγηση, η ομορφιά της οποίας μπορεί να ιδωθεί μόνο υπό του πρίσματος του Χριστιανικού δόγματος της αγάπης και της ζωής εν Χριστώ.

Τα τελευταία εδάφια του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου περιγράφουν την ανάληψη του Χριστού καθώς λέει στους μαθητές τα τελευταία Του λόγια: πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντας αυτούς εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος. Η εντολή, αυτή πέραν της αποστολής η οποία ανατίθεται στους απανταχού Χριστιανούς όλων των εποχών αποτελεί και έναν προϊδεασμό της φύσεως υπό μιαν έννοια του παραδείσιου κόσμου στον οποίο θα ζούμε. Η εντολή του Χριστού περιλαμβάνει δυο σημαντικά στοιχεία τα οποία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κριτική του Νίτσε: δράση και περιπέτεια, και κίνηση. Φυσικά, θα είναι ανώφελο να μαθητεύσουμε τα έθνη σε έναν χώρο στον οποίο θα ζουν τα παιδιά του Θεού. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ όμως είναι η φιλοσοφία της εντολής. Ο Χριστός καλεί να μην ζήσουμε για τον εαυτό μας, αλλά για τον άλλο, στον οποίο άλλο βλέπουμε τον Ίδιο τον Χριστό. Στην αντίρρηση των απίστων πως δεν έδωσαν στον Χριστό να φάει γιατί δεν τον είδαν ποτέ να πεινάει, Αυτός απαντάει πως όπως συμπεριφέρθηκαν στον οποιονδήποτε πεινασμένο ή γυμνό, έτσι συμπεριφέρθηκαν και σε αυτόν (Ματθαίος 25:34-40). Λίγα κεφάλαια πιο πριν ο Χριστός συνοψίζει σε λίγες λέξεις τη ζωή που πρέπει να ζει ο πιστός, ο οποίος αντί να προσπαθεί να σώσει τη ζωή του, θα έπρεπε να τη θυσιάζει για τον Σωτήρα του (Ματθαίος 17:25). Με αυτόν τον τρόπο, όλως παραδόξως η ζωή του εν τέλει σώζεται. Ο πιστός καλείται να σώσει τη ζωή του βγαίνοντας έξω και υπηρετώντας τα έθνη, διαδίδοντας την αγάπη του Χριστού. Ο N.T. Wright ισχυρίζεται πως η κοινωνία των πιστών στον παράδεισο, αντί να αποτελείται από ουράνια όντα που θα κάθονται σε σύννεφα παίζοντας άρπα, θα αποτελείται από ανθρώπους που θα ξεχύνουν την αγάπη του Θεού στον κόσμο με νέους τρόπους.21

Σε αντίθεση, λοιπόν, με την ιδέα ενός τόπου αιώνιας προσωπικής, σωματικής απολαύσεως όπως για παράδειγμα των υπέροχων αρχαιοελληνικών Ηλύσιων Πεδίων, ή όπως ο ηδονικός παράδεισος του Ισλάμ, η χριστιανική ουτοπία φαίνεται να αφηγείται μια διαφορετική αντιμετώπιση του ατόμου. Δεν έχει να κάνει με το πώς και σε τι βαθμό θα απολαύσουμε εμείς το συγκεκριμένο χώρο και τα αγαθά του, αλλά με τη σχέση μας με τον άλλο. Θα είμαστε εκεί για να απολαύσουμε τον άλλο. Στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή στο 15ο κεφάλαιο και 28ο εδάφιο, αναφέρεται πως όταν όλα θα υποταχθούν στον Θεό, η ύπαρξή του θα πλημμυρίσει τα πάντα και θα απολαμβάνουμε την παρουσία Του. Θα απολαμβάνουμε τον Άλλο.

Η φιλοσοφία αυτή προσφέρει μια ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση της ουτοπικότητας έναντι άλλων παραδείσιων χώρων. Αντί να αποτελεί έναν εσώκλειστο, φρουρημένο από τυχόν εξωτερικές μιασματικές παρεμβάσεις, τόπο, ο Χριστός ιδρύει μια ουτοπία κίνησης προς τα έξω και προς τον άλλο. Ο Θεός ήδη από πολύ νωρίς δείχνει την αποστροφή του για τη δημιουργία ανθρώπινων ουτοπιών, με την ματαίωση των σχεδίων ανέγερσης του πύργου της Βαβέλ. Ο άνθρωπος προσπάθησε να επιταχύνει το χρόνο φέρνοντας την ουτοπία, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν, στον δικό του κόσμο. Δημιούργησε μια κλειστή πόλη, θεωρητικά ασφαλής από εξωτερικές επεμβάσεις, ώστε τίποτα το ξένο να μην καταστρέψει την τελειότητα της ονειροχώρας του. Ωστόσο, ο Θεός και η Γραφή είναι σαφείς. Μια ουτοπία η οποία θεωρεί πως η παραδείσια κατάστασή της οφείλεται στην εσωτερική της τελειότητα είναι καταδικασμένη να διαλυθεί εσωτερικά. Η τροχοπέδη της ουτοπικής πορείας της Βαβέλ δεν ήταν κάποιος εξωτερικός εχθρός ή ξένη ιδεολογία, αλλά τα ίδια της τα εσωτερικά προβλήματα. Βλέπουμε στο κεφάλαιο 11 της Γένεσης να επέρχεται σύγχυση στη γλώσσα των ανθρώπων της Βαβέλ, ματαιώνοντας έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια ανέγερσης του πύργου και διατήρησης της πόλης. Έτσι, εν τέλει, η επιδίωξη των ανθρώπων για ενότητα όπως αναφέρεται στο εδάφιο 4 γίνεται η αιτία της διάλυσής τους. Αντί για ουτοπικότητα, ενότητα και εγκλεισμό, η Γραφή αφηγείται την παταγώδη αποτυχία του ανθρώπου να φτάσει το θείο. Η περικοπή μάλιστα βρίθει από ειρωνικά υπονοούμενα, κυρίως ηχητικά. Στο εβραϊκό κείμενο, στο εδάφιο 3, η πρόταση των ανθρώπων να κατασκευάσουν πλίνθους, περιέχει τα σύμφωνα n, b, l, τα οποία μαζί σημαίνουν «ανακάτεμα», ή «σύγχυση», ή «Βαβέλ», δημιουργώντας την λέξη “nebalah”, δηλαδή ανοησία. Η Γραφή δηλαδή από την αρχή μαρτυρά την προδιάθεσή της για την πράξη, καθώς και για το πώς θα καταλήξει η ιστορία της Βαβέλ: σε ανοησία και σύγχυση. Αντί για μια ορθολογική ουτοπία, βλέπουμε ένα χάος. Ήδη από τα γεννοφάσκια της, η ίδια της η εσωτερικότητα γίνεται αιτία για τη σύγχυσή της.22

Οι χτίστες της Βαβέλ επιθύμησαν να μην υπακούσουν στην πρώτη εντολή του Θεού στον άνθρωπο, στο 28ο εδάφιο του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης. Εκεί δίνεται η εντολή οι άνθρωποι να πολλαπλασιαστούν και να γεμίσουν τη γη. Σε αντίθεση με τις εσώκλειστες ουτοπίες, οι οποίες φοβούνται την εξωτερική επιρροή κλείνοντας τις πύλες τους, η Χριστιανική ουτοπία, στηριζόμενη στην ασφαλή παντοδυναμία του Θεού της και όχι στις εσωτερικές της δυνάμεις δεν φοβάται την κίνηση. Καλείται να δημιουργήσει μια ουράνια πόλη με ανοιχτές πύλες, όπου η αγάπη και η κίνηση των πιστών θα ρέει προς τα έξω και προς τον άλλο. Το κλειδί είναι ο άλλος και η κίνηση του εγωιστικού ανθρώπινου υποκειμένου προς αυτόν τον άλλο. Φυσικά, όπως είδαμε στο δεύτερο επιχείρημα, είναι αδύνατον να εννοήσουμε την φύση του Ουρανού με τη δική μας νόηση. Η Γραφή όμως βρίθει από το παράδειγμα της κίνησης και της παράδοσης της ζωής μας στον άλλο. Η πιο κεντρική και εν πολλοίς η μόνη της ιστορία είναι αυτή του Υιού του Θεού που κίνησε από τον ουρανό για τον άλλο, τον αμαρτωλό άνθρωπο.

Έχοντας αυτά κατά νου είναι λίγο δύσκολο να ταυτίζουμε την χριστιανική ουτοπία με αυτήν στην οποία επιτίθεται ο Νίτσε. Η βιβλική αφήγηση δεν αφηγείται τόσο μια χώρα αιώνιας απόλαυσης όσο μια χώρα αιώνιας αγάπης και εξάπλωσης και εξερεύνησης αυτής της αγάπης μέσα στην απέραντη θεϊκή ουτοπία.


To άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτα στο περιοδικό Αστήρ της Ανατολής (τεύχος Μαΐου)


Σημειώσεις

[αναφορικά με τον όρο ουτοπία: Με τον όρο “Ουτοπία” δεν εννοώ απαραίτητα (σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης) έναν τόπο που δεν υπάρχει οντολογικά, αλλά το ιστορικό αποκορύφωμα και την εκπλήρωση των προσδοκιών και ελπίδων μιας πίστης ή μιας ιδεολογίας.]

1Georg G. Iggers, Η Ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα (Αθήνα: Νεφέλη, 2006), 185.

2Dostoyevsky, Το Υπόγειο (Αθήνα: Ελευθεροτυπία, 2014), 35.

3Friedrich Nietzsche, Beyond Good and Evil (Ε-book: Planet PDF), 136, αφορισμός 201.

4Immanuel Kant, Idea of a Universal History on a Cosmopolitical Plan (1784).

5Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (New York: The Free Press, 1992).

6Steven Fry, What Should We Think About Death, (British Humanist Association: 2014). Διαδίκτυο: https://www.youtube.com/watch?v=pR7e0fmfXGw «Τί να σκεφτόμαστε για τον θάνατο;».

7Friedrich Hegel, The Phenomenology of the Mind (New York: Harper & Row, 1967), 233.

8Αντώνης Λιάκος, Αποκάλυψη Ουτοπία και Ιστορία (Αθήνα: Πόλις, 2012), 376.

9Hegel, Philosophy of History (Ontario: Batoche Books, 2001), 41.

10Thomas R. Schreiner, Romans (Grand Rapids: Baker Academic, 1998), 437.

11John Stott, Το Μήνυμα της Προς Ρωμαίους Επιστολής (Πειραιάς: Ο Λόγος, 2006), 380.

12Greg K. Beale, The Book of Revelation (Grand Rapids: Eerdmans Publishing Company, 1999), 1042.

13Massyngberde J. Ford, Revelation (New York: Doubleday Publishing, 1975), 361.

14N. T. Wright, Surprised by hope (Harper Collins E-books), 193.

15F.F. Bruce, The Gospel & Epistles of John (Grand Rapids: Eerdmans Publishing, 1983), 87.

16Ibid., 87.

17 Andreas J. Kostenberger, John (Grand Rapids: Baker Academic, 2004), 126.

18 William Hendriksen, New Testament Commentary: Exposition of the Gospel According to John (Grand Rapids: Baker, 1953), 136.

19Πλάτωνας, Πολιτεία, 456Α.

20 «η άγνοια είναι ευτυχία»

21N. T. Wright, Surprised by Hope, 105.

22Gordon J. Wenham, Word Biblical Commentary: Genesis 1-15 (Dallas: Word Incorporated, 1987), 239.

Η Ιστορία ως Σεβασμός

Εμφανίζεται πολλές φορές σε συζητήσεις το ερώτημα «είναι χρήσιμη η μελέτη της ιστορίας;» Έχοντας σπουδάσει ιστορία έχω έρθει αντιμέτωπος πολλές φορές με αυτό το ερώτημα όχι μόνο γιατί μου το έχουν θέσει άλλοι, αλλά και γιατί το θέτω σχεδόν καθημερινά στον εαυτό μου. Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία γίνεται ολοένα και πιο χρησιμοθηρική (επιφανειακά μόνο) με αποτέλεσμα να γεννάται ένας σκεπτικισμός απέναντι σε αντικείμενα και επιστήμες των οποίων η χρησιμότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί αμφισβητήσιμη. Διαβάζουμε για παράδειγμα φιλοσοφία επιλεκτικά προσπαθώντας να διακρίνουμε τι μπορεί να βελτιώσει τον κόσμο μας πετώντας το υπόλοιπο.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλή και εποικοδομητική μια τέτοια πρακτική. Ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως αυτή που διανύουμε, είναι σίγουρα απαραίτητο να αντλούμε οτιδήποτε χρήσιμο μπορούμε να βρούμε ώστε να βελτιώσουμε τα δεδομένα της κοινωνίας ή να αποφύγουμε περεταίρω καταστροφές. Μιας τέτοιας ιδεολογίας άπτεται και μια από τις εξηγήσεις της χρησιμότητας της ιστορίας. Η χρησιμότητά της δηλαδή έγκειται στο γεγονός ότι μελετώντας την, μαθαίνουμε από τα λάθη και τις επιτυχίες των παλαιοτέρων ώστε να προσέχουμε, ή να παραδειγματιζόμαστε αντίστοιχα. Πρόκειται για μια δημοφιλέστατη απάντηση την οποία θα συναντήσει πολλές φορές κανείς συζητώντας με ανθρώπους που εκτιμούν και καταπιάνονται με την ιστορία. Είναι δε μια πολύ παλιά εξήγηση: ο Διόδωρος ο Σικελιώτης τονίζει τη σημασία της μελέτης της ιστορίας λέγοντας πως έτσι μαθαίνουμε από τα λάθη των άλλων χωρίς όμως να βιώνουμε εμείς τις συνέπειες των λαθών τους [Διόδωρος Σικελιώτης 1.1.].

Έτσι λειτουργεί όμως η ιστορία; Η γνώση των γεγονότων του Β’ ΠΠ δεν εμπόδισε χιλιάδες ευρωπαίους να ψηφίσουν νεοναζιστικά κόμματα τα τελευταία χρόνια. Ίσως μάλιστα η γνώση αυτή να ήταν ένα από τα κίνητρα της επιλογής τους. Ο αντισημητισμός σήμερα βλέπει τις πρακτικές του Χίτλερ ως μια χρυσή εποχή εβραιοκτονίας. Η Γαλλία του μεσοπολέμου επέλεξε να μάθει από τα ιστορικά της λάθη χτίζοντας τη γραμμή Μαζινό ξοδεύοντας γιγαντιαία ποσά στο κτίσιμο μιας ισχυρής αμυντικής γραμμής την οποία λίγα χρόνια αργότερα οι γερμανοί απλώς παρέκαμψαν. H γνώση της ιστορίας μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές σε τρομακτικές παρεξηγήσεις και λάθη.

Εδώ και καιρό λοιπόν έχω προσπαθήσει να αποστασιοποιηθώ από μια τέτοια χρησιμοθηρική απάντηση. Έκανα μάλιστα μια άσχημη στάση στην ιδέα πως η γνώση της ιστορίας εν τέλει εξυπηρετεί τον άνθρωπο μόνο ψυχαγωγικά. Η ανάγνωση δηλαδή και μελέτη της ιστορίας δεν διαφέρει και πολύ από την παρακολούθηση μιας ταινίας ή ενός αγώνα ποδοσφαίρου. Ξέφυγα όμως και από αυτό και επέλεξα πιο περίπλοκες και πιο επιστημονικές εξηγήσεις. Εξηγήσεις που έχουν να κάνουν  με την κριτική θεωρία, τον αναστοχασμό, τη διαλεκτική της ουτοπικότητας κ.ά. Διαβάζοντας την ιστορία υπό το πρίσμα τέτοιων θεωριών  κατάφερα να δω ομορφιές και μυστικά της που προηγουμένως μου ήταν αδύνατο να διακρίνω. Ωστόσο αυτές οι θεωρίες σπάνια καταφέρνουν να ξεμυτίσουν από το ακαδημαϊκό τους πλαίσιο και να προσγειωθούν στην καθημερινότητα μιας απλής συζήτησης. Η συζήτηση αυτή εξακολουθεί να απαιτεί μια απάντηση. Μια καλύτερη αντιμετώπιση της ιστορίας από αυτήν ενός σκληρού χρησιμοθηρικού λόγου.

Η ερώτηση λοιπόν επανέρχεται στην απλή αυτή συζήτηση: Γιατί μελετάμε ιστορία; Γιατί δεν ξεχνάμε απλά το σκληρό παρελθόν ώστε να επικεντρωθούμε στο παρόν και να κτίσουμε ένα μέλλον; Γιατί δεν ξεχνάμε ώστε να αναπτύξουμε καλύτερα χρησιμότερες επιστήμες όπως η ιατρική; Γιατί δεν ξεχνάμε…;

Η απάντηση είναι πως ξεχνάμε έτσι κι αλλιώς. Η ιστορία είναι αδύνατον να υφίσταται δίχως τη λήθη. Θυμάμαι μια από τις καθηγήτριες στο πανεπιστήμιο να μας λέει στο πρώτο μάθημα πως για να υπάρξει ιστορία δεν απαιτείται μόνο μνήμη, αλλά και λήθη. Η υπέροχη αυτή λειτουργία του εγκεφάλου που μας επιτρέπει να ξεχνάμε. Η ανθρωπότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της πορείας επέλεξε συλλογικά να κρατήσει στη μνήμη της κάποια πράματα ενώ άλλα να τα ξεχάσει. Άλλοτε εκούσια και άλλοτε ακούσια, οι επιλογές αυτές της ανθρωπότητας σχημάτισαν εν τέλει αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ιστορία, με όλες τις διαφορές της και αντιλήψεις ανά τον κόσμο. Κάποιες από αυτές τις μνήμες χαράχτηκαν στο νου με αίμα, εξαιρετικά οδυνηρές για να ξεχαστούν. Άλλες μεταμορφώθηκαν σε γραπτά, ενώ άλλες σμιλεύτηκαν στην πέτρα.

Η απάντηση στην ερώτηση «Γιατί μελετάμε ιστορία; Γιατί δεν την ξεχνάμε;» είναι απάντηση σεβασμού. Μελετάμε ιστορία γιατί σεβόμαστε τη διαδικασία μνήμης και λήθης της ανθρωπότητας. Σεβόμαστε το γεγονός πως από όλα τα εκατομμύρια πράματα που έχουν συμβεί από τη στιγμή που πατήσαμε σε αυτό το πλανήτη, επιλέξαμε να θυμόμαστε κάποια λίγα. Σεβόμαστε έτσι τη δική μας ικανότητα να θυμόμαστε και να ξεχνάμε. Τη δύναμη να σχηματίζουμε μια συλλογική μνήμη. Μια Ιστορία.

Ο Γέρων φθονερός 
και των έργων εχθρός 
και πάσης μνήμης έρχεται' 
περιτρέχει την θάλασσαν 
και την γην όλην. 

Από την στάμναν χύνει 
τα ρεύματα της λήθης 
και τα πάντα αφανίζει. 
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται 
βασίλεια κ' έθνη.
~Ωδή στον Ιερό Λόχο, Ανδρέας Κάλβος